- λαίφη
- λαίφηfem nom/voc sg (attic epic ionic)λαί̱φη , λαῖφοςshabbyneut nom/voc/acc pl (attic epic doric)λαί̱φη , λαῖφοςshabbyneut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαίφη — λαίφη, ἡ (Α) λαίφος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τη λ. λαῖφος* (τὸ)] … Dictionary of Greek
λαιφέων — λαίφη fem gen pl (epic ionic) λαῑφέων , λαῖφος shabby neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιφῶν — λαίφη fem gen pl λαῑφῶν , λαῖφος shabby neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαίφην — λαίφη fem acc sg (attic epic ionic) λαί̱φην , λαῖφος shabby neut acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξώστης — Οι βατές προεξοχές που δημιουργούνται στους ορόφους των κτιρίων, μπροστά από ανοίγματα που φτάνουν έως το δάπεδο, τις εξωστόθυρες. Προορισμός τους είναι να δώσουν στους ορόφους έναν μικρό υπαίθριο χώρο, σε προέκταση του εσωτερικού κλειστού, ή και … Dictionary of Greek